- επιδεκτικό
- çabuk algılayan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και … Dictionary of Greek
εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
συχνόμετρο — Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης … Dictionary of Greek
αποθετήριο — Το έγγραφο που πιστοποιεί την αποθήκευση εμπορευμάτων στην αποθήκη της εμπορικής επιχείρησης. Δεν αποτελεί αξιόγραφο και στερείται αυτοτελούς νομικής οντότητας, δεν μπορεί δηλαδή να αποτελέσει μεταβιβάσιμο τίτλο, επιδεκτικό κυριότητας,… … Dictionary of Greek
Κουζάνους, Νικολάους — (Nikolaus Cusanus ή Chrypffs ή Krebs von Cues, Κους, Γερμανία 1401; – Τόντι, Ιταλία 1464). Γερμανός ιερέας και φιλόσοφος. Σπούδασε νομική στην Πάντοβα, αλλά επέστρεψε στην Κολονία για θεολογικές σπουδές, στις οποίες και παρουσίαζε κλίση.… … Dictionary of Greek